μεγαλόσπλαγχνος — μεγαλόσπλαγχνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλο το υπογάστριο 2. αυτός που έχει μεγάλα σπλάγχνα 3. αυτός που προκαλεί εξόγκωση στα σπλάγχνα («οἶνος μεγαλόσπλαγχνος σπληνὸς καὶ ἥπατος», Ιπποκρ.) 4. μεγαλόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σπλάγχνα … Dictionary of Greek
μεγαλόσπλαγχνος — with enlarged abdomen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόσπλαγχνον — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem acc sg μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσπλαγχνότατοι — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσπλάγχνοις — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσπλάγχνοισι — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσπλάγχνοισιν — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσπλάγχνους — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόσπλαγχνοι — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek